ανήλιαγος

ανήλιαγος
-η, -ο
1. αυτός που δεν βλέπει ή δεν είδε ο ήλιος, ανήλιαστος
2. μτφ. άβγαλτος στον κόσμο, αθώος, τρυφερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τύπος < ηλιάζω. Πρβλ. επίσης ταιριάζω-αταίριαγος, σκεπάζω-ασκέπαγος κ.λπ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • άλιαστος — η, ο [λιάζω] αυτός που δεν ξεράθηκε στον ήλιο ή δεν ζεστάθηκε από τον ήλιο, ανήλιαγος, ανήλιαστος …   Dictionary of Greek

  • δυσήλιος — δυσήλιος, ον (Α) 1. (για τόπο) αυτός που δεν έχει ήλιο, ο ανήλιαγος 2. (για εποχή) αυτός που έχει υπερβολικό ήλιο …   Dictionary of Greek

  • ζέρβωμα — το ανήλιαγος, αποσκιαδερός τόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ζερβώνω < ζερβός) …   Dictionary of Greek

  • Πολέμης, Ιωάννης — (Αθήνα 1862 – 1924). Έλληνας ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και αισθητική στο Παρίσι. Το 1918 τιμήθηκε με το Εθνικόν Αριστείον Γραμμάτων για την ποιητική συλλογή τουΣπασμένα Μάρμαρα. Πολλές φορές διακρίθηκε με… …   Dictionary of Greek

  • ανήλιαστος — ανήλιαστος, η, ο και ανήλιαγος, η, ο εκείνος που δεν τον βλέπει ο ήλιος ή που δεν εκτέθηκε στις ακτίνες του ήλιου: Ένα από τα δωμάτια του σπιτιού είναι ανήλιαγο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”